πελέκη

πελέκη
πέλεκυς
axe
fem nom/voc/acc dual (doric aeolic)
πελεκάω
hew
pres imperat act 2nd sg (doric)
πελεκάω
hew
pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic)
πελεκάω
hew
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • περονατρίς — και περονητρίς, ίδος, ἡ Α (δωρ. τ.) δωρικό γυναικείο ένδυμα που στερεωνόταν με περόνη, με πόρπη («τώμπέχονον και τάν περονατρίδα λάζεν», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περονῶ + επίθημα τρίς (πρβλ. πελεκη τρίς)] …   Dictionary of Greek

  • υπαλειπτρίς — ίδος, ἡ, Α ὑπάλειπτρον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπαλείφω + επίθημα τρις (πρβλ. πελεκη τρίς)] …   Dictionary of Greek

  • χαλκός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Cu· ανήκει στην πρώτη ομάδα, δεύτερη υποομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 29, ατομικό βάρος 63,54, δύο σταθερά ισότοπα (Cu63 και Cu65) και 9 ραδιενεργά, από αριθμό μάζας 58 έως 68.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”